- τσάρλ(ε)στον
- το άκλ. чарльстон (танец)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οργανική αρχιτεκτονική — Ο όρος οργανικός στην αρχιτεκτονική, στο μέτρο που συνδέεται με την αντίληψη περί φυσικού οργανισμού, παρουσιάζεται ήδη σε μερικούς ιστοριογράφους των περασμένων αιώνων με την έννοια του λειτουργικού, ενώ με τη σημερινή του σημασία αναφέρεται… … Dictionary of Greek
μονόλογος, δραματικός — Αυτόνομο θεατρικό είδος που ερμηνεύεται μόνο από ένα πρόσωπο: μπορεί να είναι τραγικό, δραματικό, αλλά πιο συχνά κωμικό, και συνεπάγεται μια σύνθετη σκηνική δράση. Γεννήθηκε τον 18o αι. στη Γαλλία με το όνομα piece en monologue στα πλαίσια της… … Dictionary of Greek